- καλαμητομια
- καλαμητομίακᾰλᾰμη-τομίαἥ косьба, жатва Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καλαμητομία — και καλαμητομίη, ἡ (Α) [καλαμητόμος] το κόψιμο τών καλαμιών τού σταριού, θερισμός … Dictionary of Greek
καλαμητομίης — καλαμητομία cutting of stalks fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)